Προσθήκη

Τι είναι προσθήκη:

Το προσθήκη σημαίνει ότι αυτό που προστέθηκε, προστέθηκε, προστέθηκε σε κάτι που είχε ήδη γίνει προηγουμένως, για παράδειγμα ένα κείμενο. Είναι μια λέξη προέλευσης στα λατινικά (addenda). Το προσάρτημα είναι συμπλήρωμα σε ένα βιβλίο, σύμβαση, δομές κλπ.

Το πρόσθετο σημαίνει αυτό που ενώνει ένα έργο που το συμπληρώνει. Είναι το ίδιο με την προσθήκη, το συμπλήρωμα, το παράρτημα, σκοπός του οποίου είναι η προσθήκη πληροφοριών ή η διόρθωση δεδομένων.

Το προσθήκη είναι κάτι που πρέπει να προστεθεί. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται ευρέως σε γραφειοκρατικές διαδικασίες, όπως σε συμβάσεις, είτε πρόκειται για αγορές, ενοικιάσεις κ.λπ. Η προσθήκη συμβαίνει όταν έχει ήδη γίνει μια σύμβαση και ένα από τα μέρη αποφασίζει να προσθέσει μια ακόμη ρήτρα, για παράδειγμα, και αυτό είναι προσθήκη.

Η προσθήκη χρησιμοποιείται για να μην υποχρεούνται τα συμβαλλόμενα μέρη να συνάψουν νέα σύμβαση, οπότε γίνεται μόνο η συμπερίληψη δεδομένων και ρητρών, όπου και τα δύο μέρη πρέπει να συμφωνήσουν.